Αναρτήσεις

Η καλοσύνη των εστιατορίων

Εικόνα
                                                                                                                    (φωτ. Βρυξέλλες, 2009)                                                                                                                        της Μαρίας Δριμή Ξεχωρίζεις εύκολα ένα καλό εστιατόριο. Όχι από τις γευστικές αντιστίξεις των πιάτων · ούτε από τις τιμές. Καθόλου από τα τραπεζομάντιλα, τις κουρτίνες, τις καρέκλες. Ίσως από την τοποθεσία, μόνο λίγο όμως. Ξεχωρίζεις ένα καλό εστιατόριο από τον τρόπο με τον οποίο ξεχωρίζει εκείνο εσένα.   Οι αόρατοι πελάτες επιλέγουν εκείνα τα ανυπόμονα τραπέζια στις γωνίες, στρωμένα από πριν προς άγραν συντροφιάς. Περιμένουν συγκαταβατικά τη σειρά τους, παρατηρώντας τις ευφάνταστες μαγειρικές συνθέσεις να υπερίπτανται πάνω στους δίσκους των σερβιτόρων, κατευθυνόμενες στο κέντρο. Τα κεντρικά τραπέζια καταλαμβάνονται από τους κεντρικούς πελάτες. Μεγάλες παρέες από άντρες και γυναίκες , ντύσιμο που γυαλίζει στο φ

Ο φούρνος του μακαρίτη

Εικόνα
                                                                                                                                   της Μαρίας Δριμή         Το καλύτερο ψωμί στο χωριό το έβγαζε από παλιά ο φούρνος του μακαρίτη. Ζυμωτές με το χέρι φραντζόλες και καρβέλια, ψημένα όλα σε φούρνο με ξύλα. «Αρτοποιία Βλάχου» έγραφε η μικρή ξύλινη ταμπέλα πάνω από την είσοδο, αλλά όλοι οι ντόπιοι ως «φούρνο του μακαρίτη» τον ήξεραν. Πρόλαβα ζωντανό τον Σταύρο Βλάχο, τον μακαρίτη. Ήταν ένας λεβεντάνθρωπος, κοντά δύο μέτρα, με ανοιχτές πλάτες, πυκνά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ωραίος άντρας. Είχε ανοίξει τον φούρνο, όταν στο χωριό δεν υπήρχε παρά μόνο το μπακάλικο του μπαρμπα-Τάση, το «μαγαζί» του χωριού.        Στην αρχή ο Σταύρος δούλευε τον φούρνο μαζί με τη γυναίκα του, μιαν αεράτη τριαντάρα, «ξενόφερτη», όπως έλεγαν οι ντόπιοι. Η Καίτη, αυτό ήταν το όνομά της, ήταν Σαλονικιά. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιος δρόμος την έβγαλε στο χωριό και στο σπίτι του Σταύρου. Όλοι όμως ήξερ

Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα

Εικόνα
της Μαρίας Δριμή (φωτ. Μαρία Δριμή) “ S unday morning …” , ψιθύριζε τραγουδιστά η Nico στο ραδιόφωνο. Η Κυριακή ήταν πάντα μια αμήχανη μέρα. Θα ήθελε να έρχονται οι εβδομάδες του χωρίς Κυριακές. Κι ας μην ήταν εβδομάδες-θα ήταν ίσως εξομάδες ;-κι ας άλλαζε η σειρά των ημερών. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν κατάλαβε αν η Κυριακή ήταν στο τέλος ή στην αρχή της εβδομάδας. Κρίνοντας απ’ το όνομα, η Δευτέρα ήταν δεύτερη και η Κυριακή πρώτη, πόσο παράξενα ακουγόταν η ευχή για καλή εβδομάδα τα πρωινά της Δευτέρας… Όλες οι μέρες του Θεού είναι, έλεγε η μάνα του. Πράγματι, ο Θεός ίσως ήταν μια λύση για τις Κυριακές∙ αν πίστευε, θα τις υποδεχόταν με καλύτερη διάθεση, ακούγοντας την πρωινή λειτουργία στην εκκλησία, ύστερα το κήρυγμα του ιερέα, λέξεις που ευωδιάζουν λιβάνι, πάντα το λιβάνι του θύμιζε απαγορευμένες μυρωδιές. Αν πίστευε έστω στην τύχη, πάλι θα είχε λόγο να περιμένει τις Κυριακές, την κλήρωση του κρατικού λαχείου, τους αγώνες ποδοσφαίρου, τα υπό την κρατική αιγίδα στοιχήματα.

Γιάννης Βαρβέρης: Γκάφα σε όνειρο

Εικόνα
Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά, σ’ ένα καλό εστιατόριο Κυριακής. Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε τη σημερινή της ηλικία που δε γνωρίζω ακριβώς, πάντως άνω των εβδομήντα, εγώ μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι τη σημερινή. Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος από κείνην, ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο. Το εστιατόριο με πολλή κίνηση αλλά χωρίς φασαρία και μπροστά μας ήδη σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε παραγγείλει. Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο κι έμεινε για τη μαμά μια μερίδα αρνάκι. -Το αρνάκι βλάπτει, παρ’ το εσύ καλύτερα που είσαι πεθαμένος, είπα στον πατέρα μου. Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς. Από τη συλλογή "Άκυρο θαύμα" (1996)

Κ. Γ. Καρυωτάκης: Ένας πρακτικός θάνατος

Εικόνα
(φωτ. Dorothea Lange)              Δεν ξέρω τι φορούσε στο κεφάλι. Τα ρούχα της δεν είχαν ούτε σχήμα ούτε χρώμα. Εμπήκε στο γραφείο κρατώντας στην αγκαλιά δυο παιδιά και σέρνοντας τέσσερα. Άλλο τραβούσε το φουστάνι της, άλλο τα μαλλιά της. Ένα αγόρι ως τριών χρονών έτρεμε με κάτι παράξενα αναφιλητά, χωρίς να κλαίει. Όλα μαζί-φριχτή συμφωνία-εκοίταζαν τη μητέρα τους όπως οι μουσικοί το μαέστρο. Αυτή όμως είχε ξεχάσει την παρτιτούρα της σ’ ένα κομψό γραφειάκι από acajou .       Στάθηκε μπροστά μας με ορθάνοιχτα μάτια. Κάτι σαν ψεύτικο γέλιο, μια γκριμάτσα οίκτου προς τον εαυτό της, εξηγούσε τα λόγια της. Ήταν Αρμένισσα. Ο άντρας της επέθανε σ’ ένα χωριό, κι ήρθε από κει ζητώντας ψωμί για τα παιδιά της. Τώρα παρακαλούσε να στεγασθεί. Κάποιος που ήξερε τη γλώσσα της τής είπε ότι δεν υπήρχε πουθενά θέσις. Και καθώς δεν ήθελε να καταλάβει, την έβγαλαν έξω στο διάδρομο. Έμεινε ξαπλωμένη με τα παιδιά της ως το μεσημέρι. Την άλλη μέρα, η ίδια ιστορία. Ήρθε πολλές φορές ακόμη.  

Μαρία Μήτσορα: Στο Κολωνάκι όσο ανθίζουν οι νεραντζιές

Εικόνα
Το δικαίωμα στην πόλη είναι απαραίτητη συνθήκη ενός ουμανισμού και μιας ανανεωμένης δημοκρατίας. (Henri Lefebvre, Espace et Politique) Οι πολεοδομίες του 20ού αιώνα (και του 21ου αιώνα) θα πρέπει να κατασκευάζουν περιπέτειες. (Χωροταξία, Internationale Situationiste) Υπάρχει ακόμα επιλογή ανάμεσα στη νεκρόπολη και στην ουτοπία. (Lewis Mumford, City in History)        Λένε πως η πόλις των Αθηνών θα εξαφανιστεί διογκούμενη, από την Ελευσίνα μέχρι το Μαραθώνα και το Λαύριο. Λένε πως ίσως όλος ο πλανήτης να γίνει μια ενιαία πόλη, που θα καταπιεί τους κατασκευαστές της, σε δέκατα τρίτα υπόγεια και σε δέκατους έβδομους ουρανούς. Μερικοί όμως επιμένουν ότι κατηφορίζοντας από τη Δεινοκράτους όσο ανθίζουν ακόμα οι νεραντζιές, αφού διασχίσεις τη χαριτωμένη πλατεία της Δεξαμενής, αφήνοντας στα δεξιά σου το κυκλαδίτικο σπίτι της Φωκυλίδου, πάντα δυο τετράγωνα θα σε χωρίζουν από την πλατεία Φιλικής Εταιρείας, γνωστής κυρίως ως πλατεία Κολωνακίου. Και αυτοί οι τελευταίοι ισχυρίζο

Carol Ann Duffy: Ένα υγιεινό γεύμα

Εικόνα
Ο καλοφαγάς δοκιμάζει τα μυστικά όνειρα των αγελάδων ελαφρώς αλειμμένα   με σκόρδο. Πίσω από την πράσινη πόρτα μαστίγια από βοδινές ουρές μαραίνονται μέσα σε πήλινο πιάτο. Υπάρχουν γιάντες και δακτυλάκια∙ τα λεκανάκια για τα χέρια θα διαλύσουν την ενοχή. Οδοντοστοιχίες φλυαρούν καρφωμένες στο νεφρό ή στο στήθος από κάτι που άλλοτε πέταγε. Αυτές οι καρδιές δεν ξέρουν από αγάπη και κείτονται σε στρώματα από ρύζι σαφράν χωρίς μομφή. Τι θυμίζει το κόκκινο κρασί; Αίμα. Στο τραπέζι έξι, τα λόγια που λένε οι γλώσσες έχουν σιγοβράσει σε Αρμανιάκ. Η γυναίκα που μασουλάει βυζανιάρικο γουρουνάκι πρέπει αργότερα να ξαπλώσει με τον άντρα της. Πόδι, γλουτοί και στήθος βελάζουν πάνω σε ολόλευκο τραπεζομάντιλο. Να αντικαταστήσεις το ζωντανό μοσχάρι με μοσχαρίσιο κρέας σε τέσσερις κινήσεις. Να η δύναμη των λέξεων: μαχαίρι, πατσάς, φώτα, αλλαντικά. Ένας χοντρός άντρας ζητάει το κρέας του μισοψημένο λουσμένος από λεπτό ιδρώτα. Υπάρχουν χαρτομάντιλα για να σκουπίσουν την απόδε